Ποιό είναι το αστέρι σου;

Αποσπάσματα απο το βιβλίο

Έλαχε εκείνη την περίοδο της ζωής του, να συναντιέται με τη θάλασσα. Ο Δημήτρης διάλεξε ένα χαμηλό βράχο, που του επέτρεπε να κάτσει και να χαθεί μέσα στα άγουρα χρώματα που αναδύονταν από τον βυθό της.
Τα άγουρα που ωρίμαζαν, κάτω από την θαλπωρή των πρώτων θερμών ακτίνων. Και έτσι ξαφνικά, του προέκυψε! Η ψυχή του, πίεζε να ταυτιστεί μ' αυτή τη διαδικασία της χρωματικής ωρίμανσης. Και χωρίς να μπορεί να το ελέγξει, ένιωσε το αδούλευτο τού εαυτού του, να πηδάει στην επιφάνεια, γυρεύοντας έναν Ήφαιστο να το κατεργαστεί και να του δώσει μορφή, να γαληνέψει. Όλο το υλικό μπροστά του∙ άγριο, ακατέργαστο και πηγαίο, να τον περιμένει να προσέξει την παρουσία του και ν' ασχοληθεί μαζί του. Ο Δημήτρης, προς στιγμήν διχάστηκε. Έπρεπε να χαρεί και να θαυμάσει τον όγκο του, ή να τρομάξει; Πώς γεννήθηκε; Από πού πήγαζε; Πώς του 'ρθε τώρα και ξεπήδησε στην επιφάνεια; Ή μήπως ήτανε πάντα εκεί, σε κάθε ανατολή;

 

Κουρασμένη καθώς ήταν, ένα κρυολόγημα που άρπαξε, εξελίχθηκε σε βαριά πνευμονία, που την ανάγκασε να μείνει πάνω από ενάμιση μήνα στο κρεβάτι. Για μέρες ήταν βυθισμένη σχεδόν σε κώμα. Ο γιατρός είχε αρχίσει να ανησυχεί πια για τη ζωή της. Τώρα που το ξανασκέφτεται, θυμάται ότι τις μέρες εκείνες της βύθισης είχε δώσει μέσα της μια σκληρή μάχη ανάμεσα σε δυο Αγάπες. Από τη μια, η κούραση και ο πόνος της καρδιάς της που ακόμη αρνιόταν να αποδεχτεί τον ξαφνικό χαμό του άνδρα της. Σήκωσαν ανάστημα και γύρεψαν να διαφεντέψουν το μεδούλι και το μέλλον της. Βλέπεις, με τον Γιαννιό της ήταν ερωτευμένη από μικρή και τον θαύμαζε. Από τότε είχε πείσει τον εαυτό της να κοιτάζει τα γύρω της μέσα από τα δικά του μάτια.

«Μήπως το λες για να παρηγορήσεις τον εαυτό σου, επειδή στερήθηκες τα ταξίδια;» «Χμ! το σκέφτηκα πολλές φορές αυτό που λες, αλλά δεν είναι έτσι. Δεν λέω ότι δεν θα ήθελα να έχω ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, ασφαλώς και το ’θελα. Αλλά έχοντας την εμπειρία και των εσωτερικών ταξιδιών, μπορώ να ομολογήσω ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα. Αν έπρεπε να διαλέξω μεταξύ των δύο, χωρίς καν να το σκεφτώ, θα διάλεγα το εσωτερικό ταξίδι». «Και τί είναι αυτό που τα κάνει πιο ενδιαφέροντα; Εμένα πάντως, αν με έβαζαν να διαλέξω, θα διάλεγα να βγω στον κόσμο έξω, να δω άλλα μέρη, να γνωρίσω άλλους ανθρώπους, άλλα ήθη κι έθιμα». «Ασφαλώς, κόρη μου. Στην ηλικία σου, είναι φυσικό να θέλεις να γνωρίσεις και να διαφεντέψεις τον κόσμο έξω σου». «Α, τώρα σε έπιασα, Ευγενίτσα! Άρα είναι θέμα ηλικίας, όχι ενδιαφέροντος. Όταν είμαστε νέοι, θέλουμε να βγούμε προς τα έξω. Όταν περάσουνε τα χρόνια και το σώμα μας δεν ακολουθεί, είναι φυσικό να ονειροπολούμε προς τα μέσα. Και μάλιστα, γυρνώντας στα παλιά και περασμένα. Πες την αλήθεια!»

 

»Το χωριό, βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, στα 880 μέτρα. Είναι περικυκλωμένο από δάση και βράχια, που το προστατεύουν από τις άγριες και επιφανειακές ορέξεις των ανθρώπων. Είναι γεμάτο Κεφαλάρια που τιθασεύουν τα τρεχούμενα νερά, και ποτίζουν τα δεκάδες μονοπάτια, που περιμένουν καρτερικά να σεριανηθούν. Βρίσκεται στο ενδιάμεσο του ύψους και του βάθους. Όταν η ψυχή ‘πεθυμήσει τον Θεό της, στέλνεις το βλέμμα να σκαρφαλώσει στις κορυφές τού Ταϋγέτου, κι ακόμα πιο ψηλά, στο καθαρό γαλάζιο του Ουρανού. Κι όταν ποθήσει να γίνει γη, ρίχνεις τη ματιά κάτω, στο Λάκκο της Σπάρτης, με τη βουή και τα φωτάκια της. Αν πάλι, αισθανθείς μοναξιά, αρκεί να σηκώσεις τα χέρια, να πιάσεις ένα από τα αστέρια, που σε φέρνουν σε επαφή με την Ουράνια Οικογένεια. Κι όλα αυτά, δυο δρασκελιές από τον πολιτισμό.